Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


telegrafìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [telegraˈfia]

τηλεγραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  telegrafare telegraficamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

telefotometria (θηλ.ουσ)
telefotometro (ουσ αρσ )
telegenico (επίθ.)
telegiornale (ουσ αρσ )
telegrafare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
telegrafia (θηλ.ουσ)
telegraficamente (επίρ.)
telegrafico (επίθ.)
telegrafista (ουσ αρσ και θηλ.)
telegrafo (ουσ αρσ )
telegramma (ουσ αρσ )
telelibera (θηλ.ουσ)
Telemaco (κύρ.όν. αρσ.)
telematica (θηλ.ουσ)
telemeccanica (θηλ.ουσ)
telemeccanico (επίθ.)
telemedicina (θηλ.ουσ)
telemetria (θηλ.ουσ)
telemetrico (επίθ.)
telemetrista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---