Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


telegraficaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [telegrafikaˈmente]

1 περιεκτικά
2 λακωνικά
3 τηλεγραφικά
4 σύντομα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  telegrafia telegrafico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

telefotometro (ουσ αρσ )
telegenico (επίθ.)
telegiornale (ουσ αρσ )
telegrafare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
telegrafia (θηλ.ουσ)
telegraficamente (επίρ.)
telegrafico (επίθ.)
telegrafista (ουσ αρσ και θηλ.)
telegrafo (ουσ αρσ )
telegramma (ουσ αρσ )
telelibera (θηλ.ουσ)
Telemaco (κύρ.όν. αρσ.)
telematica (θηλ.ουσ)
telemeccanica (θηλ.ουσ)
telemeccanico (επίθ.)
telemedicina (θηλ.ουσ)
telemetria (θηλ.ουσ)
telemetrico (επίθ.)
telemetrista (ουσ αρσ και θηλ.)
telemetro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---