Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


telemetrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [telemeˈtria]

τηλεμετρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  telemedicina telemetrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Telemaco (κύρ.όν. αρσ.)
telematica (θηλ.ουσ)
telemeccanica (θηλ.ουσ)
telemeccanico (επίθ.)
telemedicina (θηλ.ουσ)
telemetria (θηλ.ουσ)
telemetrico (επίθ.)
telemetrista (ουσ αρσ και θηλ.)
telemetro (ουσ αρσ )
telemisura (θηλ.ουσ)
telencefalo (ουσ αρσ )
teleobiettivo (ουσ αρσ )
teleologia (θηλ.ουσ)
teleologico (επίθ.)
teleostei (ουσ αρσ πληθ.)
telepatia (θηλ.ουσ)
telepatico (αρσ. επίθ και ουσ)
teleproietto (ουσ αρσ )
telequiz (ουσ αρσ )
teleradiotrasmettere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---