Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tanatofobìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tanatofoˈbia]

1 υπερβολικός φόβος για το θάνατο
2 θανατοφοβία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tanaceto tanatologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tamponare (ρ. μτβ.)
tampone (ουσ αρσ )
tamtam, tam–tam (ουσ αρσ )
tana (θηλ.ουσ)
tanaceto (ουσ αρσ )
tanatofobia (θηλ.ουσ)
tanatologia (θηλ.ουσ)
tanatologico (επίθ.)
tanca (θηλ.ουσ)
tandem (ουσ αρσ )
tanfata (θηλ.ουσ)
tanfo (ουσ αρσ )
tanga (ουσ αρσ )
tanganicano (ουσ αρσ )
tanganicano (επίθ.)
tangente (θηλ.ουσ)
tangente (επίθ.)
tangenza (θηλ.ουσ)
tangenziale (θηλ.ουσ)
tangenziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---