Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tampóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tamˈpone]

το ταμπόν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tamponare tamtam, tam–tam  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tamia (ουσ αρσ )
Tamigi (κύρ.όν. αρσ.)
tampoco (επίρ.)
tamponamento (ουσ αρσ )
tamponare (ρ. μτβ.)
tampone (ουσ αρσ )
tamtam, tam–tam (ουσ αρσ )
tana (θηλ.ουσ)
tanaceto (ουσ αρσ )
tanatofobia (θηλ.ουσ)
tanatologia (θηλ.ουσ)
tanatologico (επίθ.)
tanca (θηλ.ουσ)
tandem (ουσ αρσ )
tanfata (θηλ.ουσ)
tanfo (ουσ αρσ )
tanga (ουσ αρσ )
tanganicano (ουσ αρσ )
tanganicano (επίθ.)
tangente (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---