Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tanganicano  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tanganiˈkano]

κάτοικος της Ταγκανίκας

tanganicano  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tanganiˈkano]

ο της Ταγκανίκας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tanga tangente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tanca (θηλ.ουσ)
tandem (ουσ αρσ )
tanfata (θηλ.ουσ)
tanfo (ουσ αρσ )
tanga (ουσ αρσ )
tanganicano (ουσ αρσ )
tanganicano (επίθ.)
tangente (θηλ.ουσ)
tangente (επίθ.)
tangenza (θηλ.ουσ)
tangenziale (θηλ.ουσ)
tangenziale (επίθ.)
tangere (ρ. μτβ.)
Tangeri (κύρ.όν. θηλ.)
tanghero (ουσ αρσ )
tangibile (επίθ.)
tangibilità (θηλ.ουσ)
tango (αρσ. επίθ και ουσ)
tangone (ουσ αρσ )
tanguino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---