Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtànghero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtangero] 1 αγροίκος 2 βλαχοδήμαρχος 3 χωριάτης 4 άξεστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |