Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tànnico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtanniko]

1 δεψικός
2 προερχόμενος από τανίνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tannato tannino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tangone (ουσ αρσ )
tanguino (ουσ αρσ )
tanica (θηλ.ουσ)
tannare (ρ. μτβ.)
tannato (επίθ.)
tannico (επίθ.)
tannino (ουσ αρσ )
tantalico (επίθ.)
tantalio (ουσ αρσ )
tantalite (θηλ.ουσ)
tantalo (ουσ αρσ )
tantino (οριστ. επίθ.)
tanto (επίθ.)
tanto (αντων.)
tanto che, tanto che (σύνδ.)
tao (ουσ αρσ )
taoismo (ουσ αρσ )
taoista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
taoistico (επίθ.)
tapino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---