ItalianoGreco


tapìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [taˈpino]

δυστυχής άνθρωπος

tapìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [taˈpino]

1 αξιοθρήνητος
2 άθλιος
3 δυστυχής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---