Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tapiòca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [taˈpjɔka]

ταπιόκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tapino tapiro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

taoismo (ουσ αρσ )
taoista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
taoistico (επίθ.)
tapino (ουσ αρσ )
tapino (επίθ.)
tapioca (θηλ.ουσ)
tapiro (ουσ αρσ )
tapis roulant (ουσ αρσ )
tappa (θηλ.ουσ)
tappabuchi (ουσ αρσ και θηλ.)
tappare (ρ. μτβ.)
tapparsi (ρ.μ. (αντων.))
tapparella (θηλ.ουσ)
tapparellista (ουσ αρσ και θηλ.)
tappatrice (θηλ.ουσ)
tappeto (ουσ αρσ )
tappezzare (ρ. μτβ.)
tappezzeria (θηλ.ουσ)
tappezziere (ουσ αρσ )
tappo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---