Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tào  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtao]

τάο (υπέρτατη αρχή ταοὶσμού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tanto che, tanto che taoismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tantalo (ουσ αρσ )
tantino (οριστ. επίθ.)
tanto (επίθ.)
tanto (αντων.)
tanto che, tanto che (σύνδ.)
tao (ουσ αρσ )
taoismo (ουσ αρσ )
taoista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
taoistico (επίθ.)
tapino (ουσ αρσ )
tapino (επίθ.)
tapioca (θηλ.ουσ)
tapiro (ουσ αρσ )
tapis roulant (ουσ αρσ )
tappa (θηλ.ουσ)
tappabuchi (ουσ αρσ και θηλ.)
tappare (ρ. μτβ.)
tapparsi (ρ.μ. (αντων.))
tapparella (θηλ.ουσ)
tapparellista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---