Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtamburìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tambuˈrino] 1 οδηγός διασκέδασης (σε εφημερίδα ή περιοδικό) 2 τυμπανιστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |