Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tambureggiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tamburedˈʤare]

1 κοπανίζω
2 κοπανάω
3 τυμπανίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tambureggiante tamburellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tamaro (ουσ αρσ )
tambarello (ουσ αρσ )
tamburare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tambureggiamento (ουσ αρσ )
tambureggiante (επίθ.)
tambureggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tamburellare (ρ.αμτβ.)
tamburellista (ουσ αρσ και θηλ.)
tamburello (ουσ αρσ )
tamburino (ουσ αρσ )
tamburo (ουσ αρσ )
tamerice (θηλ.ουσ)
Tamerlano (κύρ.όν. αρσ.)
tamia (ουσ αρσ )
Tamigi (κύρ.όν. αρσ.)
tampoco (επίρ.)
tamponamento (ουσ αρσ )
tamponare (ρ. μτβ.)
tampone (ουσ αρσ )
tamtam, tam–tam (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---