Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtacitùrno
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [taʧiˈturno] 1 ολιγόλογος 2 σιωπηλός 3 κουμπωμένος 4 επιφυλακτικός 5 λιγόλογος 6 λιγομίλητος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |