Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tagliaèrba  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,taʎʎaˈɛrba]

1 χορτομηχανή
2 μηχανή κουρέματος γρασιδιού
3 μηχανή κοπής χλόης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tagliacarte tagliafiamma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tafofobia (θηλ.ουσ)
taglia (θηλ.ουσ)
tagliaborse (ουσ αρσ )
tagliaboschi (ουσ αρσ )
tagliacarte (θηλ.ουσ)
tagliaerba (ουσ αρσ )
tagliafiamma (ουσ αρσ )
tagliafieno (ουσ αρσ )
tagliafili (ουσ αρσ )
tagliafuoco (ουσ αρσ )
taglialegna (ουσ αρσ )
tagliamare (ουσ αρσ )
tagliando (ουσ αρσ )
tagliapasta (ουσ αρσ )
tagliapietre (ουσ αρσ )
tagliaradici (ουσ αρσ )
tagliare (ρ.αμτβ.)
tagliare (ρ. μτβ.)
tagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
tagliarete (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---