Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tagliaradìci
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,taʎʎaraˈdiʧi]

εργαλείο κοπής πίτσας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tagliapietre tagliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

taglialegna (ουσ αρσ )
tagliamare (ουσ αρσ )
tagliando (ουσ αρσ )
tagliapasta (ουσ αρσ )
tagliapietre (ουσ αρσ )
tagliaradici (ουσ αρσ )
tagliare (ρ.αμτβ.)
tagliare (ρ. μτβ.)
tagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
tagliarete (ουσ αρσ )
tagliasigari (ουσ αρσ )
tagliastracci (θηλ.ουσ)
tagliata (θηλ.ουσ)
tagliatelle (θηλ. ουσ πληθ.)
tagliato (επίθ.)
tagliatore (ουσ αρσ )
tagliatrice (θηλ.ουσ)
tagliatura (θηλ.ουσ)
tagliaunghie (ουσ αρσ )
tagliauova (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---