Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tagliàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [taʎˈʎata]

1 κοπή
2 τμήση
3 τομή
4 κόψιμο
5 σκίσιμο
6 κούρεμα χλόης
7 κόψιμο δέντρων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tagliastracci tagliatelle  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tagliare (ρ. μτβ.)
tagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
tagliarete (ουσ αρσ )
tagliasigari (ουσ αρσ )
tagliastracci (θηλ.ουσ)
tagliata (θηλ.ουσ)
tagliatelle (θηλ. ουσ πληθ.)
tagliato (επίθ.)
tagliatore (ουσ αρσ )
tagliatrice (θηλ.ουσ)
tagliatura (θηλ.ουσ)
tagliaunghie (ουσ αρσ )
tagliauova (ουσ αρσ )
tagliavetro (ουσ αρσ )
taglieggiare (ρ. μτβ.)
tagliente (ουσ αρσ )
tagliente (επίθ.)
tagliere (ουσ αρσ )
taglierina (θηλ.ουσ)
taglierini (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---