Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtafferùglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [taffeˈruʎʎo] 1 καβγάς 2 τσακωμός 3 συμπλοκή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |