Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtàcito
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtaʧito] 1 αμίλητος 2 σιγηλός 3 σιγανός 4 λιγόλογος 5 άφωνος 6 σιωπηρός 7 σιωπηλός 8 εκφραζόμενος με νοερή συμφωνία 9 προερχόμενος από εφαρμογή νόμου 10 αθόρυβος 11 ήσυχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |