Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tachiglòsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [takiˈglɔsso]

ταχύγλωσσος Tachyglossus aculeatus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tachifagia tachigrafia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tacheometro (ουσ αρσ )
tachicardia (θηλ.ουσ)
tachicardico (ουσ αρσ )
tachicardico (επίθ.)
tachifagia (θηλ.ουσ)
tachiglosso (ουσ αρσ )
tachigrafia (θηλ.ουσ)
tachigrafico (επίθ.)
tachigrafo (ουσ αρσ )
tachimetria (θηλ.ουσ)
tachimetro (ουσ αρσ )
tachione (ουσ αρσ )
tachipnea (θηλ.ουσ)
tacitamente (επίρ.)
tacitare (ρ. μτβ.)
tacitiano (επίθ.)
tacito (επίθ.)
taciturnità (θηλ.ουσ)
taciturno (επίθ.)
tackle (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---