Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tachicàrdico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [takiˈkardiko]

πάσχων από ταχυκαρδίες

tachicàrdico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [takiˈkardiko]

1 ταχυκαρδικός
2 ο της ταχυκαρδίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tachicardia tachifagia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tacere (ρ.αμτβ.)
tacheometria (θηλ.ουσ)
tacheometrico (επίθ.)
tacheometro (ουσ αρσ )
tachicardia (θηλ.ουσ)
tachicardico (ουσ αρσ )
tachicardico (επίθ.)
tachifagia (θηλ.ουσ)
tachiglosso (ουσ αρσ )
tachigrafia (θηλ.ουσ)
tachigrafico (επίθ.)
tachigrafo (ουσ αρσ )
tachimetria (θηλ.ουσ)
tachimetro (ουσ αρσ )
tachione (ουσ αρσ )
tachipnea (θηλ.ουσ)
tacitamente (επίρ.)
tacitare (ρ. μτβ.)
tacitiano (επίθ.)
tacito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---