Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subeconomàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [subekonoˈmato]

βοηθός ταμία ή λογιστή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subdolo subeconomo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

subdelegare (ρ. μτβ.)
subdelegazione (θηλ.ουσ)
subdesertico (επίθ.)
subdolamente (επίρ.)
subdolo (επίθ.)
subeconomato (ουσ αρσ )
subeconomo (ουσ αρσ )
subenfiteusi (θηλ.ουσ)
subentrante (ουσ αρσ )
subentrante (επίθ.)
subentrare (ρ.αμτβ.)
subentro (ουσ αρσ )
subequatoriale (επίθ.)
suberificarsi (ρ.μ. (αντων.))
suberificazione (θηλ.ουσ)
suberina (θηλ.ουσ)
suberizzato (επίθ.)
suberoso (επίθ.)
subglaciale (επίθ.)
subinquilino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---