Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subdesèrtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [subdeˈzɛrtiko]

1 ο μεταξύ περιοχών ερήμου και βλάστησης
2 ημιέρημος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subdelegazione subdolamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

subcosciente (ουσ αρσ )
subcosciente (επίθ.)
subcoscienza (θηλ.ουσ)
subdelegare (ρ. μτβ.)
subdelegazione (θηλ.ουσ)
subdesertico (επίθ.)
subdolamente (επίρ.)
subdolo (επίθ.)
subeconomato (ουσ αρσ )
subeconomo (ουσ αρσ )
subenfiteusi (θηλ.ουσ)
subentrante (ουσ αρσ )
subentrante (επίθ.)
subentrare (ρ.αμτβ.)
subentro (ουσ αρσ )
subequatoriale (επίθ.)
suberificarsi (ρ.μ. (αντων.))
suberificazione (θηλ.ουσ)
suberina (θηλ.ουσ)
suberizzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---