Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovventóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sovvenˈtore]

χρηματοδότης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovvenirsi sovvenzionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovrintelligibile (επίθ.)
sovrumanamente (επίρ.)
sovrumano (επίθ.)
sovvenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sovvenirsi (ρ.μ. (αντων.))
sovventore (αρσ. επίθ και ουσ)
sovvenzionare (ρ. μτβ.)
sovvenzionato (επίθ.)
sovvenzionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sovvenzione (θηλ.ουσ)
sovversione (θηλ.ουσ)
sovversivo (αρσ. επίθ και ουσ)
sovvertimento (ουσ αρσ )
sovvertire (ρ. μτβ.)
sovvertitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sozzamente (επίρ.)
sozzeria (θηλ.ουσ)
sozzo (επίθ.)
sozzume (ουσ αρσ )
sozzura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---