Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovvenìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sovveˈnire]

1 συντελώ
2 συντρέχω
3 συμβάλλω
4 συνεργώ
5 υποστηρίζω
6 μου περνά από το μυαλό
7 θυμάμαι
8 εφοδιάζω
9 συμβαίνω
10 ενισχύω
11 επικουρώ
12 βοηθώ
13 βάζω ένα χέρι
14 ευκολύνω
15 στηρίζω
16 στέκομαι
17 παραστέκομαι
18 προστατεύω

sovvenirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sovveˈnirsi]

1 θυμούμαι
2 θυμάμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovrumano sovventore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovrimpressione (θηλ.ουσ)
sovrimpresso (επίθ.)
sovrintelligibile (επίθ.)
sovrumanamente (επίρ.)
sovrumano (επίθ.)
sovvenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sovvenirsi (ρ.μ. (αντων.))
sovventore (αρσ. επίθ και ουσ)
sovvenzionare (ρ. μτβ.)
sovvenzionato (επίθ.)
sovvenzionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sovvenzione (θηλ.ουσ)
sovversione (θηλ.ουσ)
sovversivo (αρσ. επίθ και ουσ)
sovvertimento (ουσ αρσ )
sovvertire (ρ. μτβ.)
sovvertitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sozzamente (επίρ.)
sozzeria (θηλ.ουσ)
sozzo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---