Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsopraelevàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sopraeleˈvare] 1 φτιάχνω ανάχωμα 2 υπερυψώνω 3 ανεγείρω 4 εποικοδομώ 5 οικοδομώ πάνω σε ήδη υπάρχουσα υποδομή sopraelevarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [sopraeleˈvarsi] υπερυψώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |