ItalianoGreco


sopraffazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sopraffatˈtsjone]

1 ξεπέρασμα
2 υπερνίκηση
3 προσβολή
4 κατάχρηση εμπιστοσύνης ή εξουσίας
5 επιβολή
6 επικράτηση
7 κατίσχυση
8 υπερίσχυση
9 νίκη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---