Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sopraffazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sopraffatˈtsjone]

1 ξεπέρασμα
2 υπερνίκηση
3 προσβολή
4 κατάχρηση εμπιστοσύνης ή εξουσίας
5 επιβολή
6 επικράτηση
7 κατίσχυση
8 υπερίσχυση
9 νίκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sopraffare sopraffilare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sopraelevata (θηλ.ουσ)
sopraelevato (επίθ.)
sopraelevazione (θηλ.ουσ)
sopraesposto (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraffare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sopraffazione (θηλ.ουσ)
sopraffilare (ρ. μτβ.)
sopraffilo (ουσ αρσ )
sopraffinestra (θηλ.ουσ)
sopraffino (επίθ.)
sopraffusione (θηλ.ουσ)
sopraggittare (ρ. μτβ.)
sopraggitto (ουσ αρσ )
sopraggiungere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sopraggiunta (θηλ.ουσ)
sopraindicato (αρσ. επίθ και ουσ)
sopralluogo (ουσ αρσ )
soprammanica (θηλ.ουσ)
soprammenzionato (επίθ.)
soprammobile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---