Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsopraelevàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sopraeleˈvata] 1 καμπή ή στροφή επάνω σε ανάχωμα 2 υπερυψωμένος δρόμος 3 υπερυψωμένη γραμμή τρένου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |