Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sopraddétto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sopradˈdetto]

1 προρρηθείς
2 αναφερθείς προηγουμένως
3 προαναφερθείς
4 προειρημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sopraccoperta sopraddominante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sopracciliare (επίθ.)
sopraccitato (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraccoda (ουσ αρσ )
sopraccolore (ουσ αρσ )
sopraccoperta (θηλ.ουσ)
sopraddetto (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraddominante (θηλ.ουσ)
sopraddote (θηλ.ουσ)
sopraelencato (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraelevare (ρ. μτβ.)
sopraelevarsi (ρ.μ. (αντων.))
sopraelevata (θηλ.ουσ)
sopraelevato (επίθ.)
sopraelevazione (θηλ.ουσ)
sopraesposto (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraffare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sopraffazione (θηλ.ουσ)
sopraffilare (ρ. μτβ.)
sopraffilo (ουσ αρσ )
sopraffinestra (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---