Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsommersióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sommerˈsjone] 1 καταβύθιση 2 βύθισμα 3 βούλιαγμα 4 βύθιση 5 κατάδυση 6 βούτηγμα 7 βουτιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |