Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sómmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsommo]

1 απόγαιον
2 κολοφώνας
3 μεσουράνημα
4 κορυφή
5 απόγειο
6 ακμή

sómmo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsommo]

1 κορυφαίος
2 θείος
3 θεσπέσιος
4 σημαντικότατος
5 ευρισκόμενος στα ύψη
6 πρώτος
7 εξέχων
8 ύπατος
9 ανώτατος
10 υπέρτατος
11 εξαίρετος
12 μέγιστος
13 ύψιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sommità sommoscapo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

somministrare (ρ. μτβ.)
somministratore (αρσ. επίθ και ουσ)
somministrazione (θηλ.ουσ)
sommissione (θηλ.ουσ)
sommità (θηλ.ουσ)
sommo (ουσ αρσ )
sommo (επίθ.)
sommoscapo (ουσ αρσ )
sommossa (θηλ.ουσ)
sommovimento (ουσ αρσ )
sommovitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sommozzatore (ουσ αρσ )
sommuovere (ρ. μτβ.)
sonabile (επίθ.)
sonagliera (θηλ.ουσ)
sonaglio (ουσ αρσ )
sonante (θηλ.ουσ)
sonar (ουσ αρσ )
sonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sonata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---