Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sommissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sommisˈsjone]

1 υπακοή
2 υποχωρητικότητα
3 υποταγή
4 παράδοση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  somministrazione sommità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sommier (ουσ αρσ )
somministrante (αρσ. επίθ και ουσ)
somministrare (ρ. μτβ.)
somministratore (αρσ. επίθ και ουσ)
somministrazione (θηλ.ουσ)
sommissione (θηλ.ουσ)
sommità (θηλ.ουσ)
sommo (ουσ αρσ )
sommo (επίθ.)
sommoscapo (ουσ αρσ )
sommossa (θηλ.ουσ)
sommovimento (ουσ αρσ )
sommovitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sommozzatore (ουσ αρσ )
sommuovere (ρ. μτβ.)
sonabile (επίθ.)
sonagliera (θηλ.ουσ)
sonaglio (ουσ αρσ )
sonante (θηλ.ουσ)
sonar (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---