Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsommergìbile
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sommerˈʤibile] το υποβρύχιο sommergìbile επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sommerˈʤibile] 1 που μπορεί να βυθιστεί 2 που μπορεί να καταδυθεί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |