Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solidarìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [solidaˈrizmo]

1 κοινωνική αλληλεγγύη
2 αλληλεγγύη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solidarietà solidaristico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solicello (ουσ αρσ )
solidale (επίθ.)
solidalmente (επίρ.)
solidamente (επίρ.)
solidarietà (θηλ.ουσ)
solidarismo (ουσ αρσ )
solidaristico (επίθ.)
solidarizzare (ρ.αμτβ.)
solidificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
solidificarsi (ρ.μ. (αντων.))
solidificazione (θηλ.ουσ)
solidità (θηλ.ουσ)
solido (ουσ αρσ )
solido (επίθ.)
soliflussione (θηλ.ουσ)
soliflusso (ουσ αρσ )
soliloquio (ουσ αρσ )
solingo (αρσ. επίθ και ουσ)
solino (ουσ αρσ )
solipede (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---