Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sobillatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sobillaˈtore]

1 ηθικός αυτουργός
2 υποκινητής
3 προβοκάτορας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sobillare sobillazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sobbollimento (ουσ αρσ )
sobbollire (ρ.αμτβ.)
sobborgo (ουσ αρσ )
sobillamento (ουσ αρσ )
sobillare (ρ. μτβ.)
sobillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sobillazione (θηλ.ουσ)
sobriamente (επίρ.)
sobrietà (θηλ.ουσ)
sobrio (επίθ.)
socchiudere (ρ. μτβ.)
socchiuso (επίθ.)
soccida (θηλ.ουσ)
soccidante (ουσ αρσ και θηλ.)
soccidario (ουσ αρσ )
socco (ουσ αρσ )
soccombente (ουσ αρσ )
soccombente (επίθ.)
soccombenza (θηλ.ουσ)
soccombere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---