ItalianoGreco


sobillatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sobillaˈtore]

1 ηθικός αυτουργός
2 υποκινητής
3 προβοκάτορας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---