Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sòccida  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔtʧida]

συνεταιρική μίσθωση ζώων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  socchiuso soccidante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sobriamente (επίρ.)
sobrietà (θηλ.ουσ)
sobrio (επίθ.)
socchiudere (ρ. μτβ.)
socchiuso (επίθ.)
soccida (θηλ.ουσ)
soccidante (ουσ αρσ και θηλ.)
soccidario (ουσ αρσ )
socco (ουσ αρσ )
soccombente (ουσ αρσ )
soccombente (επίθ.)
soccombenza (θηλ.ουσ)
soccombere (ρ.αμτβ.)
soccorrere (ρ.αμτβ.)
soccorrere (ρ. μτβ.)
soccorrevole (επίθ.)
soccorritore (ουσ αρσ )
soccorso (ουσ αρσ )
soccoscio (ουσ αρσ )
socialdemocratico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---