Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soccombènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sokkomˈbɛntsa]

κατάσταση χαμένου διαδίκου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soccombente soccombere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soccidante (ουσ αρσ και θηλ.)
soccidario (ουσ αρσ )
socco (ουσ αρσ )
soccombente (ουσ αρσ )
soccombente (επίθ.)
soccombenza (θηλ.ουσ)
soccombere (ρ.αμτβ.)
soccorrere (ρ.αμτβ.)
soccorrere (ρ. μτβ.)
soccorrevole (επίθ.)
soccorritore (ουσ αρσ )
soccorso (ουσ αρσ )
soccoscio (ουσ αρσ )
socialdemocratico (αρσ. επίθ και ουσ)
socialdemocrazia (θηλ.ουσ)
sociale (επίθ.)
socialismo (ουσ αρσ )
socialista (ουσ αρσ και θηλ.)
socialista (επίθ.)
socialistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---