Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soccórso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sokˈkorso]

η βοήθεια, η συνδρομή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soccorritore soccoscio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


chiamare soccorso = φωνάζω βοήθεια || prestare soccorso = παρέχω βοήθεια || pronto soccorso [αρσ.] = οι πρώτες βοήθειες [f.], η πρώτη βοήθεια || soccorso [αρσ.] stradale = η οδική βοήθεια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soccombere (ρ.αμτβ.)
soccorrere (ρ.αμτβ.)
soccorrere (ρ. μτβ.)
soccorrevole (επίθ.)
soccorritore (ουσ αρσ )
soccorso (ουσ αρσ )
soccoscio (ουσ αρσ )
socialdemocratico (αρσ. επίθ και ουσ)
socialdemocrazia (θηλ.ουσ)
sociale (επίθ.)
socialismo (ουσ αρσ )
socialista (ουσ αρσ και θηλ.)
socialista (επίθ.)
socialistico (επίθ.)
socialistoide (ουσ αρσ και θηλ.)
socialistoide (επίθ.)
socialità (θηλ.ουσ)
socializzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
socializzatore (ουσ αρσ )
socializzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---