Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sobbórgo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sobˈborgo]

το προάστιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sobbollire sobillamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sobbalzo (ουσ αρσ )
sobbarcare (ρ. μτβ.)
sobbarcarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
sobbollimento (ουσ αρσ )
sobbollire (ρ.αμτβ.)
sobborgo (ουσ αρσ )
sobillamento (ουσ αρσ )
sobillare (ρ. μτβ.)
sobillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sobillazione (θηλ.ουσ)
sobriamente (επίρ.)
sobrietà (θηλ.ουσ)
sobrio (επίθ.)
socchiudere (ρ. μτβ.)
socchiuso (επίθ.)
soccida (θηλ.ουσ)
soccidante (ουσ αρσ και θηλ.)
soccidario (ουσ αρσ )
socco (ουσ αρσ )
soccombente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---