Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsnervaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [znervaˈmento] 1 ατόνηση 2 εξάντληση 3 έλλειψη αντοχής (για μέταλλο) 4 αποδυνάμωση 5 εκνευρισμός 6 αποχαύνωση 7 εξασθένηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |