Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


snelliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [znelliˈmento]

1 επιτάχυνση
2 απλοποίηση
3 αδυνάτισμα
4 απίσχνανση
5 ίσχνανση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  snellezza snellire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

snazionalizzare (ρ. μτβ.)
snazionalizzazione (θηλ.ουσ)
snebbiare (ρ. μτβ.)
snebbiatore (ουσ αρσ )
snellezza (θηλ.ουσ)
snellimento (ουσ αρσ )
snellire (ρ. μτβ.)
snello (επίθ.)
snervamento (ουσ αρσ )
snervante (επίθ.)
snervare (ρ. μτβ.)
snervarsi (ρ. μ. αμτβ.)
snervatezza (θηλ.ουσ)
snervato (επίθ.)
snidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
snob (ουσ αρσ και θηλ.)
snob (επίθ.)
snobbare (ρ. μτβ.)
snobismo (ουσ αρσ )
snobistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---