Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


snebbiatore
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [znebbjaˈtore]

διάταξη αφαίρεση ομίχλης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  snebbiare snellezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

snaturatezza (θηλ.ουσ)
snaturato (αρσ. επίθ και ουσ)
snazionalizzare (ρ. μτβ.)
snazionalizzazione (θηλ.ουσ)
snebbiare (ρ. μτβ.)
snebbiatore (ουσ αρσ )
snellezza (θηλ.ουσ)
snellimento (ουσ αρσ )
snellire (ρ. μτβ.)
snello (επίθ.)
snervamento (ουσ αρσ )
snervante (επίθ.)
snervare (ρ. μτβ.)
snervarsi (ρ. μ. αμτβ.)
snervatezza (θηλ.ουσ)
snervato (επίθ.)
snidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
snob (ουσ αρσ και θηλ.)
snob (επίθ.)
snobbare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---