Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


snocciolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [znotʧoˈlare]

1 φλυαρώ
2 διηγούμαι
3 ξεφουρνίζω (μυστικά)
4 κουτσομπολεύω
5 πληρώνω τοις μετρητοίς
6 ξεκουκουτσιάζω
7 λέω
8 εξοφλώ με μετρητά αμέσως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  snobistico snocciolatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

snob (ουσ αρσ και θηλ.)
snob (επίθ.)
snobbare (ρ. μτβ.)
snobismo (ουσ αρσ )
snobistico (επίθ.)
snocciolare (ρ. μτβ.)
snocciolatoio (ουσ αρσ )
snocciolatura (θηλ.ουσ)
snodabile (επίθ.)
snodare (ρ. μτβ.)
snodarsi (ρ.μ. (αντων.))
snodato (επίθ.)
snodatura (θηλ.ουσ)
snodo (ουσ αρσ )
snudare (ρ. μτβ.)
soave (επίθ.)
soavemente (επίρ.)
soavità (θηλ.ουσ)
sobbalzare (ρ.αμτβ.)
sobbalzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---