Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


snaturàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [znatuˈrare]

1 μεταβάλλω
2 απαλλοτριώνω
3 νοθεύω
4 παραμορφώνω
5 δίνω ανακριβή εικόνα
6 παραποιώ
7 διαστρέφω
8 αποξενώνω από την αληθινή φύση
9 κάνω κάτι να είναι αφύσικο
10 αφαιρώ πολιτικά δικαιώματα
11 αλλοτριώνω
12 αλλοιώνω
13 μεταστοιχειώνω
14 μετουσιώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  snaturamento snaturatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smusso (αρσ. επίθ και ουσ)
snack–bar (ουσ αρσ )
snasare (ρ. μτβ.)
snasato (επίθ.)
snaturamento (ουσ αρσ )
snaturare (ρ. μτβ.)
snaturatezza (θηλ.ουσ)
snaturato (αρσ. επίθ και ουσ)
snazionalizzare (ρ. μτβ.)
snazionalizzazione (θηλ.ουσ)
snebbiare (ρ. μτβ.)
snebbiatore (ουσ αρσ )
snellezza (θηλ.ουσ)
snellimento (ουσ αρσ )
snellire (ρ. μτβ.)
snello (επίθ.)
snervamento (ουσ αρσ )
snervante (επίθ.)
snervare (ρ. μτβ.)
snervarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---