Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smòsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈzmɔsso]

1 τρεμάμενος
2 κλονιζόμενος
3 ασταθής
4 επισφαλής
5 εκτός θέσης
6 μετατοπισμένος
7 που κουνιέται (για δόντι)
8 ετοιμόρροπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smorzatura smottamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smorzare (ρ. μτβ.)
smorzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smorzato (επίθ.)
smorzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
smorzatura (θηλ.ουσ)
smosso (επίθ.)
smottamento (ουσ αρσ )
smottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smottatura (θηλ.ουσ)
smozzare (ρ. μτβ.)
smozzatura (θηλ.ουσ)
smozzicare (ρ. μτβ.)
smozzicato (επίθ.)
smozzicatura (θηλ.ουσ)
smungere (ρ. μτβ.)
smunto (επίθ.)
smuovere (ρ. μτβ.)
smuoversi (ρ.μ. (αντων.))
smurare (ρ. μτβ.)
smusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---