Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmòsso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈzmɔsso] 1 τρεμάμενος 2 κλονιζόμενος 3 ασταθής 4 επισφαλής 5 εκτός θέσης 6 μετατοπισμένος 7 που κουνιέται (για δόντι) 8 ετοιμόρροπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |