smorzatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [zmortsaˈtore]
1 σιγαστήρας
2 διάταξη περιορισμού έντασης (ήχου ή φωτός)
3 σουρντίνα (μουσικού οργάνου)
4 διάταξη περιορισμού αναρρόφησης καυσαερίων
5 μειωτήρας ταλαντώσεων
6 αποσβεστήρας ταλαντώσεων
7 διάταξη κατάπνιξης ήχου
8 διάταξη καταστολής
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [zmortsaˈtore]
1 σιγαστήρας
2 διάταξη περιορισμού έντασης (ήχου ή φωτός)
3 σουρντίνα (μουσικού οργάνου)
4 διάταξη περιορισμού αναρρόφησης καυσαερίων
5 μειωτήρας ταλαντώσεων
6 αποσβεστήρας ταλαντώσεων
7 διάταξη κατάπνιξης ήχου
8 διάταξη καταστολής
permalink
smorzatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android