Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smozzicatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zmottsikaˈtura]

1 κατακομμάτιασμα
2 λιάνισμα
3 πετσόκομμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smozzicato smungere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smottatura (θηλ.ουσ)
smozzare (ρ. μτβ.)
smozzatura (θηλ.ουσ)
smozzicare (ρ. μτβ.)
smozzicato (επίθ.)
smozzicatura (θηλ.ουσ)
smungere (ρ. μτβ.)
smunto (επίθ.)
smuovere (ρ. μτβ.)
smuoversi (ρ.μ. (αντων.))
smurare (ρ. μτβ.)
smusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smusata (θηλ.ουσ)
smussamento (ουσ αρσ )
smussare (ρ. μτβ.)
smussarsi (ρ.μ. (αντων.))
smussato (επίθ.)
smussatura (θηλ.ουσ)
smusso (αρσ. επίθ και ουσ)
snack–bar (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---