ItalianoGreco


smorzatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zmortsaˈtura]

1 σβέση
2 κατάσβεση
3 κατέβασμα τόνων
4 μαλάκωμα χρωματικών τόνων
5 μετριασμός
6 σβήσιμο
7 απαλοιφή
8 περιορισμός έντασης (ήχου ή φωτός)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---