Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmanióso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zmaˈnjoso], [zmaˈnjozo] 1 μανιασμένος 2 παθιασμένος 3 τρελός 4 που ποθεί πολύ 5 νευρικός 6 ανήσυχος 7 ανυπόμονος 8 ταραγμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |