Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smanióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zmaˈnjoso], [zmaˈnjozo]

1 μανιασμένος
2 παθιασμένος
3 τρελός
4 που ποθεί πολύ
5 νευρικός
6 ανήσυχος
7 ανυπόμονος
8 ταραγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smaniosamente smantellamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smania (θηλ.ουσ)
smaniante (επίθ.)
smaniare (ρ.αμτβ.)
smanierato (αρσ. επίθ και ουσ)
smaniosamente (επίρ.)
smanioso (επίθ.)
smantellamento (ουσ αρσ )
smantellare (ρ. μτβ.)
smarcare (ρ. μτβ.)
smarcarsi (ρ.μ. (αντων.))
smargiassata (θηλ.ουσ)
smargiasso (αρσ. επίθ και ουσ)
smarginare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smarginatura (θηλ.ουσ)
smargottare (ρ. μτβ.)
smarrimento (ουσ αρσ )
smarrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smarrirsi (ρ.μ. (αντων.))
smarrito (επίθ.)
smarronare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---