Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smargiàsso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [zmarˈʤasso]

1 παλικαράς
2 νταής
3 ζορμπάς
4 μπράβος
5 κουτσαβάκης
6 περιαυτολόγος
7 κομπαστής
8 φανφαρόνος
9 λιονταρής
10 καυχηματίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smargiassata smarginare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smantellamento (ουσ αρσ )
smantellare (ρ. μτβ.)
smarcare (ρ. μτβ.)
smarcarsi (ρ.μ. (αντων.))
smargiassata (θηλ.ουσ)
smargiasso (αρσ. επίθ και ουσ)
smarginare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smarginatura (θηλ.ουσ)
smargottare (ρ. μτβ.)
smarrimento (ουσ αρσ )
smarrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smarrirsi (ρ.μ. (αντων.))
smarrito (επίθ.)
smarronare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smarronata (θηλ.ουσ)
smartellare (ρ.αμτβ.)
smartellare (ρ. μτβ.)
smascellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smascheramento (ουσ αρσ )
smascherare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---