ItalianoGreco


smargiàsso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [zmarˈʤasso]

1 παλικαράς
2 νταής
3 ζορμπάς
4 μπράβος
5 κουτσαβάκης
6 περιαυτολόγος
7 κομπαστής
8 φανφαρόνος
9 λιονταρής
10 καυχηματίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---